προσθετικόν

προσθετικόν
προσθετικός
adding
masc acc sg
προσθετικός
adding
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσθετικός — ή, ό / προσθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προστίθημι] ο κατάλληλος για πρόσθεση, αυτός που συντελεί στην πρόσθεση («προσθετική μηχανή») νεοελλ. φρ. α) «προσθετική ομάδα» (βιοχ.) το μη πρωτεϊνικό τμήμα τού μορίου τών ετεροπρωτεϊνών, που αποχωρίζεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”